- κεκραξιδάμας
- κεκραξιδάμας, ὁ (Α)(ως επίθ. τού Κλέωνος) αυτός που καταβάλλει κραυγάζοντας, που κατασιγάζει με φωνές, φωνακλάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκραξι- (< κεκραγ-, αναδιπλασιασμένο θ. τού κράζω, πρβλ. παρακμ. κέκραγ-α) + -δάμας (< δάμνημι «δαμάζω, καταβάλλω»). Συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.